- φύλαξιν
- φύλαξwatchermasc dat pl (epic)φύλαξιςwatchingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύγη — λύγη, ἡ (Α) σκιά, σκιόφως («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῑς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ἠλύγη παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, εκτός τού… … Dictionary of Greek
φύλαξη — η / φύλαξις, άξεως, ΝΜΑ [φυλάσσω] νεοελλ. 1. περιφρούρηση, διαφύλαξη («φύλαξη τών θησαυρών του») 2. στάση κατά τη λογχομαχία νεοελλ. μσν. προφύλαξη, προστασία μσν. αρχ. φρούρηση («εἰς πόλεως φύλαξιν τεταγμένοι», Νικ. Χων.) αρχ. ασφάλεια,… … Dictionary of Greek
Οικονομόπουλος, Διονύσιος — (Πάτρα 1830 –Κάιρο 1890). Γιατρός, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Λέρο. Το 1860 ίδρυσε στο Ναύπλιο το περιοδικό Ιατρός του Λαού, του οποίου την έκδοση συνέχισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1862, ως παράρτημα της εβδομαδιαίας… … Dictionary of Greek